ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 
Θα σας παρακαλέσουμε όσους συντοπίτες μας έχετε στα χέρια σας οποιοδήποτε παλιό στοιχείο ή αρχείο του συλλόγου μας να το παραδώσετε στην διοίκηση για το ιστορικό αρχείο. 
  1. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
  2. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
  3. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΕΚΟΣ
  4. ΑΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
  5. ΑΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
  6. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
  7. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  8. ΔΑΠΟΝΤΗΣ ΠΑΥΛΟΣ
  9. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
  10. ΖΟΥΒΕΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
  11. ΖΟΥΜΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ
  12. ΖΩΡΖΟΣ ΑΓΑΠΙΟΣ
  13. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ
  14. ΚΑΜΠΑΝΑΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
  15. ΚΑΝΑΡΗΣ ΓΕΡΟΛΥΜΑΝΟΣ
  16. ΚΑΠΕΤΑΝΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
  17. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ
  18. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ
  19. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
  20. ΚΟΥΡΕΜΕΤΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ
  1. ΛΑΪΟΥ ΜΑΡΙΝΑ
  2. ΛΙΟΥΜΠΙΝ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  3. ΛΥΚΟΥΔΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ
  4. ΜΟΥΛΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
  5. ΜΠΑΝΛΗΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ
  6. ΝΟΜΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
  7. ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ ΜΑΡΙΑ
  8. ΠΕΤΣΗ ΑΝΝΑ
  9. ΠΟΝΗΡΙΔΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
  10. ΠΟΥΛΟΥ ΝΙΝΑ
  11. ΡΙΑΚΟΤΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
  12. ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΣΟΦΙΑ
  13. ΣΙΑΧΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
  14. ΣΚΟΥΡΛΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
  15. ΣΚΟΥΛΑΚΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ
  16. ΣΠΕΤΣΙΕΡΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ
  17. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  18. ΤΑΛΙΑΝΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ
  19. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ ΕΛΙΣΑΒΕΤ
  20. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
  21. ΧΡΥΣΟΜΗΛΟΣ ΗΛΙΑΣ
 

Ο Θεολόγος και συγγραφέας Τάσος Καραντής σε επιστολή του στην εφημερίδα ``ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΜΠΑΤΣΙ`` γράφει για το Μπατσί.
Ο Σαλαμίνιος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημ. Πάλλας (1907-1995) στην επιστημονική του μελέτη, Βροκή - Βοϊκή Σαλαμίνος τοπωνύμια - τοπογραφικά - ιστορικά, περιοδ. ``Αθηνά`` τόμος 80 (1998), σελ. 99-135 σημειώνει (ο. π. Σελ. 112, υποσημ.3) ότι το τοπωνύμιο της Σαλαμίνας Μπατσί (το) προέρχεται από την αθηναϊκή οικογένεια Μπατσή, της οποίας παλαιότερος τύπος ήταν το Μπατής. Λόγω του γλωσσικού φαινομένου του τσατακισμού (ουράνωσης) όπου το (τ) μετατρέπεται σε (τσ) το Μπατής έγινε Μπατσής. Το τοπωνύμιο Μπατσί λοιπόν προήλθε από ιδιοκτησία της αθηναϊκής οικογένειας Μπατή - Μπατσή, κλάδος της οποίας φαίνεται ότι έζησε στη Σαλαμίνα τους περασμένους αιώνες. Η οικογένεια αυτή δεν επέζησε ως επώνυμο στη νεότερη εποχή, αλλά άφησε στο αντίστοιχο τοπωνύμιο στην ομώνυμη περιοχή του νησιού.

Απόσπασμα από το πρώτο φιλολογικό περιοδικό της Σαλαμίνας ``Σαρωνική Πνοή`` (τεύχος 3 - 4, Μάρτιος - Απρίλιος 1936 σελίδα 64 - 65), κείμενο με μεγάλη αξία μια και κάνει περιγραφή του προπολεμικού Μπατσί πριν από 70 σχεδόν χρόνια.
ΣΤΟ ΜΠΑΤΣΙ
Δυο τρεις κάβους πριν να φτάσεις στην Φανερωμένη με καμιά μπεζίνα, βλέπεις ένα ερημοκλήσι, κοντά στη θάλασσα με μερικά κυπαρίσσια τριγύρω του. Το τοπίο είναι τόσο απλό και λιτό που δε σου αφήνει καμιά σχεδόν εντύπωση και το ξεχνάς ολότελα.

Αν όμως τύχη και βγεις έξω στα βράχια της ακρογιαλιάς, τότε θα γεμίσει το σώμα σου απ' τον αγνό θαλασσινό αγέρα, απ' τη μυρωδάτη πνοή του κόλπου της Ελευσίνας, που θα στη φέρνει τραγουδιστά το παιγνιδιάρικο, αφρισμένο κυματάκι του μελτεμιού. Τότε θα ρουφήξεις τη ζωογόνα μυρωδιά του πεύκου και θ' ακούσεις την αρμονία του δροσερού αγέρα ανάμεσα στα κλαδιά των δυο γιγαντιαίων πεύκων που στέκονται κοντά-κοντά αγκαλιασμένα κι ατενίζουν το πέλαγος.
Ανεβαίνοντας το ανηφορικό δρομάκι, άθελά σου σταματάς, ή μάλλον σε σταματούνε, σα να σου ζητήσουν εξηγήσεις που τους τάραξες τη γαλήνη τους. Κάθεσαι στην σκιά, στο μαλακό απ' τα πεσμένα τους φύλλα χώμα και ξεχνιέσαι… Κοιτάζεις προς το άπειρο και αφήνεις το νου σου ξεκούραστο σαν κάτασπρη βαρκούλα, ν' αρμενίζει με τις άλλες στην πλατιά θάλασσα, που το κύμα της ξεψυχάει λίγα μέτρα μακριά απ' τα πόδια σου. Σηκώνεις τα μάτια σου ψηλά και τα χοντρά κλαριά των δύο πεύκων, έτσι όπως είναι ανακατεμένα, στριμμένα και σφιχτοδεμένα, σου φαίνονται σαν τα μπράτσα δυο γιγάντων πούναι παραδομένοι σ' αιώνιο ερωτικό σφιχταγκάλιασμα. Σιγά-σιγά, σα να καταλαβαίνεις πως είσαι περιττός, ή και ενοχλητικός, σηκώνεσαι και εξακολουθείς ν' ανεβαίνεις το δρομάκι. Αν είσαι διψασμένος, πας στο πηγάδι κι αν έχει σκοινί και κουβά, πίνεις ένα νερό λιγάκι αλμυρό ειν' η αλήθεια, αλλά τόσο δροσερό.. Φυσικά, αν δεν υπάρχει σκοινί ή κουβάς… κρατάς τη δίψα σου. Μπροστά σου, είναι ένα εκκλησάκι τ' Αη-Νικόλα του Μπατσή. Μία μάντρα, στα περισσότερα μέρη γκρεμισμένη, κλείνει μέσα της μιαν αυλή με κανα δυο ελιές και τρία τέσσερα κυπαρίσσια στη σειρά φυτεμένα. Αριστερά σου είναι το καμπαναριό, πλάι στην εξώπορτα, με μια μικρή καμπανούλα, που απορείς αν φτιάχτηκε για τους ανθρώπους ή για τ' αγριολούλουδα και τις πεταλούδες που πετούν τριγύρω.
Στη μέση της αυλής είναι το εκκλησάκι, περιτριγυρισμένο από ένα πεζούλι για να ξαποσταίνουν οι κουρασμένοι επισκέπτες. Πάνω από την πόρτα του έχει ένα κιόσκι μ' ένα μπάγκο από κάτω, κι' απέναντι προς το μέρος του βουνού, τέσσερα, κελιά κι' αυτά μισογκρεμισμένα. Μπαίνεις μέσα. Ένα ερημοκλησάκι συνηθισμένο, το παγκάρι αριστερά και στη δεξιά γωνιά μια παλιά κολυμπήθρα μαυρισμένη απ' την πολυκαιρία. Τέμπλο αρχαϊκά ζωγραφισμένο. Μπροστά σε μια εικόνα, ένα καντηλάκι τσιρίζει και προσπαθεί με την αδύναμη λάμψη του να υπερνικήσει τις ολοπόρφυρες τολμηρές αχτίδες του ήλιου που σβήνει, οι οποίες αφού κατόρθωσαν να περάσουν ανάμεσα από τα κυπαρίσσια, κάτω απ' το κιόσκι κι απ' την πόρτα, μπήκανε τέλος θριαμβευτικά κι αρχίσανε να ζωγραφίζουν φουτουριστικά σκίτσα πάνω στο τέμπλο και τότε η εκκλησίτσα φωτίζεται από ένα υπερκόσμιο φως, οι άγιοι στις εικόνες φαίνονται σαν να χαμογελούνε και μέσα στα τρίσβαθα της ψυχής σου, ακούς σαν ψίθυρο ουράνια, θεϊκιά μελωδία...Θ' αργήσεις πολύ να έρθεις στην πραγματικότητα, αν δεν πετάξει έξω από την φωλιά του κανέναν χελιδονάκι. Βγαίνεις έξω στην πλακόστρωτη αυλή, τέλεια αλλαγμένος, σαν άνθρωπος που επεκοινώνησε με τον Θεό του, χωρίς λιβάνια, χωρίς μετάνοιες, και προσευχές, εξαϋλωμένος, ανίκανος για το κακό.
Τα μισογκρεμισμένα κελιά σου φαίνονται απέριττα, πλούσια μέγαρα η καμπανίτσα λες και σου γλυκαίνει τ' αυτιά ακόμα, τα κυπαρίσσια σου ψιθυρίζουν η θάλασσα από κάτω συμβουλεύει σοβαρά και νικημένος, τέλεια μαγεμένος λες: `` Εδώ θα καθίσω. Δεν φεύγω. ``. Γρήγορα όμως συνέρχεσαι ξανά μια φωνή, πάν' απ' το βουνό έρχεται στ' αυτιά σου:
``Ο….χόοοοο``. Κι αντιλαλάει το βουνό: ``Ο...χόοοο`` Είναι η φωνή του ρετσινιάρη που καλεί τον σύντροφό του. Δεν κρατιέσαι πια και σε λίγο, βγαίνοντας από την αυλή, παίρνεις τον ανήφορο, σ' ένα-δυο λεπτά φτάνεις τα πεύκα τα πολλά. Εδώ όμως σταματάει ο νους, κι η πένα.. Τα πουλιά, με το στερνό τους της ημέρας τραγούδι κι ο αγέρας ανάμεσα στα κλαριά, μ' έναν αόρατο μαέστρο, έχουν αρχίσει και παίζουν τον ύμνο προς το φως, προς τη ζωή, προς τη φύση ολάκερη, ενώ από κάτω η θάλασσα, φορτωμένη με κάτασπρα αρνάκια, κρατάει το μπάσσο ρυθμικά.
``Ο χόοοο``… Πάλι συνέρχεσαι και σε λίγο, ακολουθώντας την φωνή, φτάνεις λαχανιασμένος μπροστά στον ρετσινιέρη, που σκυμμένος πάνω από το σπιθάρι, αδειάζει μέσα ένα τενεκέ με ρετσίνι, σε υποδέχεται με το γέλιο στο στόμα και σου δίνει τον τενεκέ να μυρίσεις. Ρουφάς, ρουφάς, ώσπου τα μάτια σου δακρύζουν και τα στήθια σου φουσκώνουν γεμάτα υγεία… Ο ρετσινιέρης κατακόκκινος χαμογελάει διαρκώς.

Αντώνης Παπαλεξόπουλος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: